ἀστατῶ

ἀστατῶ
ἀστατέω
to be never at rest
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἀστατέω
to be never at rest
pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αστατώ — ἀστατῶ ( έω) (Α) [άστατος] 1. δεν στέκομαι ακίνητος καθόλου, κινούμαι συνεχώς 2. δεν έχω εγκατασταθεί μόνιμα κάπου, περιπλανιέμαι εδώ κι εκεί 3. δεν είμαι σταθερός σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἀστάτῳ — ἄστατος never standing still masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστάτωι — ἀστάτῳ , ἄστατος never standing still masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναστατώ — έω, Μ είμαι άστατος ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀστατῶ «δεν είμαι σταθερός, κινούμαι συνεχώς» (< ἄστατος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”